ταμαρικώδη

ταμαρικώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει τρεις οικογένειες δενδρωδών, θαμνωδών και ποωδών φυτών τα οποία απαντούν, συνήθως, στις εύκρατες και υποτροπικές στέπες, ερήμους και αλμυρές ερήμους, καθώς και κατά μήκος ακτών και τών οχθών αλμυρών λιμνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάμαριξ, -ικος + -ειδή, πληθ. ουδ. τού -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τάμαριξ — ή ταμάριξ, άρικος, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταμαρικίδες τής τάξης ταμαρικώδη και περιλαμβάνει 54 περίπου είδη θάμνων και χαμηλών δένδρων τα οποία ευδοκιμούν σε αλμυρές ερήμους, σε παραθαλάσσιες… …   Dictionary of Greek

  • ταμαρικίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη τάμαριξ, ρεωμυρία, μυρικαρία και ολολάχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamaricaceae < tamarix (βλ. ταμάρίξ)] …   Dictionary of Greek

  • φουκουϊερία — και φουκίερία και φουκιέρα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας φουκουϊερίδες, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieria, από το όν. τού Γάλλου γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • φουκουϊερίδες — και φουκιερίδες, οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη φουκουϊερία και ίντρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieriaceae < fouquieria (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • φρανκενία — και φραγκενία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φρανκενίδες τής τάξης ταμαρικώδη, και περιλαμβάνει 25 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. frankenia, από το όν. τού Σουηδού… …   Dictionary of Greek

  • φρανκενιίδες — και φραγκενιίδες, οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη φρανκενία, ανθόβρυο, νηντερληνία, υπερίκοψις και πετρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”