τάμαριξ — ή ταμάριξ, άρικος, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταμαρικίδες τής τάξης ταμαρικώδη και περιλαμβάνει 54 περίπου είδη θάμνων και χαμηλών δένδρων τα οποία ευδοκιμούν σε αλμυρές ερήμους, σε παραθαλάσσιες… … Dictionary of Greek
ταμαρικίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη τάμαριξ, ρεωμυρία, μυρικαρία και ολολάχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamaricaceae < tamarix (βλ. ταμάρίξ)] … Dictionary of Greek
φουκουϊερία — και φουκίερία και φουκιέρα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας φουκουϊερίδες, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieria, από το όν. τού Γάλλου γιατρού… … Dictionary of Greek
φουκουϊερίδες — και φουκιερίδες, οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη φουκουϊερία και ίντρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fouquieriaceae < fouquieria (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
φρανκενία — και φραγκενία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φρανκενίδες τής τάξης ταμαρικώδη, και περιλαμβάνει 25 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. frankenia, από το όν. τού Σουηδού… … Dictionary of Greek
φρανκενιίδες — και φραγκενιίδες, οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη φρανκενία, ανθόβρυο, νηντερληνία, υπερίκοψις και πετρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek